ολόσχιστος

ολόσχιστος
ὁλόσχιστος, -ον (Α)
αυτός που έχει τελείως αποσχιστεί, ο εντελώς αποσχισμένος, («τῶν περικαλυμμάτων τὰ μὲν ὁλόσχιστα, σύνθετα δὲ ἕτερα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύ-σχιστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁλοσχίστων — ὁλόσχιστος cut out in one piece masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόσχιστα — ὁλόσχιστος cut out in one piece neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”