- ολόσχιστος
- ὁλόσχιστος, -ον (Α)αυτός που έχει τελείως αποσχιστεί, ο εντελώς αποσχισμένος, («τῶν περικαλυμμάτων τὰ μὲν ὁλόσχιστα, σύνθετα δὲ ἕτερα», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύ-σχιστος].
Dictionary of Greek. 2013.